Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλοποίμνιος
φιλοποιός
φιλοπόλεμος
φιλόπολις
φιλοπολῑ́της
φιλοπονέω
φιλοπόνηρος
φιλοπονίᾱ
φιλόπονος
φιλοποσίᾱ
φιλοπότης
φιλοπρᾱγμοσύνη
φιλοπρᾱ́γμων
φιλοπροσηγορίᾱ
φιλοπροσήγορος
φιλόπρωτος
φιλοπτόλεμος
φιλόπτολις
φιλορνῑθίᾱ
φίλορνις
φιλόρτυξ
View word page
φιλο-πότης
φιλο-πότηςουmasc.adj fond of drinkHdt. Ar. Plu.

ShortDef

a lover of drinking, fond of wine

Debugging

Headword:
φιλοπότης
Headword (normalized):
φιλοπότης
Headword (normalized/stripped):
φιλοποτης
IDX:
29759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29760
Key:
φιλοπότης

Data

{'headword_display': '<b>φιλο-πότης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φιλο-πότης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Tr>fond of drink</Tr><Au>Hdt. Ar. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φιλοπότης'}