Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλόπαις
φιλοπαίσμων
φιλοπαράβολος
φιλοπατρίᾱ
φιλόπατρις
φιλοπάτωρ
φιλοπευστέω
φιλόπικρος
φιλοπλουτίᾱ
φιλόπλουτος
φιλοποιέω
φιλοποιητής
φιλοποίμνιος
φιλοποιός
φιλοπόλεμος
φιλόπολις
φιλοπολῑ́της
φιλοπονέω
φιλοπόνηρος
φιλοπονίᾱ
φιλόπονος
View word page
φιλοποιέω
φιλοποιέωcontr.vbφιλοποιός befriend, win oversomeonePlb.

ShortDef

make a friend of

Debugging

Headword:
φιλοποιέω
Headword (normalized):
φιλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοποιεω
IDX:
29747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29748
Key:
φιλοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>φιλοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φιλοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φιλοποιός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>befriend, win over</Tr><Obj>someone<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'φιλοποιέω'}