Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχείατο
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκαχοίμην
ᾄκεια
ἀκειόμενος
ἀκειρεκόμᾱς
View word page
ἀ-κατάψευστος
ἀ-κατάψευστοςονadjκαταψεύδομαι of creaturesnot made upnot fabulousHdt.

ShortDef

not fabulous

Debugging

Headword:
ἀκατάψευστος
Headword (normalized):
ἀκατάψευστος
Headword (normalized/stripped):
ακαταψευστος
IDX:
2973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2974
Key:
ἀκατάψευστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κατάψευστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κατάψευστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταψεύδομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of creatures</Indic><Def>not made up</Def><Tr>not fabulous</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκατάψευστος'}