Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχείατο
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκαχοίμην
ᾄκεια
ἀκειόμενος
View word page
ἀ-καταφρόνητος
ἀ-καταφρόνητοςονadjκαταφρονέω of a leadernot treated lightlydismissivelyw. ὑπό + gen.by his enemiesX.

ShortDef

not to be despised, important

Debugging

Headword:
ἀκαταφρόνητος
Headword (normalized):
ἀκαταφρόνητος
Headword (normalized/stripped):
ακαταφρονητος
IDX:
2972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2973
Key:
ἀκαταφρόνητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-καταφρόνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-καταφρόνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταφρονέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a leader</Indic><Tr>not treated lightly<or/>dismissively<Expl><GLbl>w. <Ref>ὑπό</Ref> + gen.</GLbl>by his enemies</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκαταφρόνητος'}