Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχείατο
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκαχοίμην
ᾄκεια
View word page
ἀ-κατάτριπτος
ἀ-κατάτριπτοςονadjκατατρῑ́βω of provisionsnot able to be used upinexhaustiblePlb.

ShortDef

inexhaustible

Debugging

Headword:
ἀκατάτριπτος
Headword (normalized):
ἀκατάτριπτος
Headword (normalized/stripped):
ακατατριπτος
IDX:
2971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2972
Key:
ἀκατάτριπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κατάτριπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κατάτριπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατατρῑ́βω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of provisions</Indic><Def>not able to be used up</Def><Tr>inexhaustible</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκατάτριπτος'}