Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλοκοσμίᾱ
φιλόκροτος
φιλοκτέανος
φιλοκτήμων
Φιλοκτήτης
φιλόκυβος
φιλοκῡδής
φιλοκυνηγέτης
φιλοκύων
φιλολάκων
φιλολήιος
φιλολογέω
φιλολογίᾱ
φιλόλογος
φιλολοίδορος
φιλομαθέω
φιλομαθής
φιλομαθίᾱ
φιλομαντευτής
φιλόμαστος
φιλομαχέω
View word page
φιλο-λήιος
φιλο-λήιοςονadjλείᾱ obsessed with amassing spoilshHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλολήιος
Headword (normalized):
φιλολήιος
Headword (normalized/stripped):
φιλοληιος
IDX:
29710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29711
Key:
φιλολήιος

Data

{'headword_display': '<b>φιλο-λήιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φιλο-λήιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λείᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>obsessed with amassing spoils</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φιλολήιος'}