Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχείατο
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
View word page
ἀ-κατάστατος
ἀ-κατάστατοςονadjκαθίστημι of a windunsettled, variableD. of a personunstablein characterPlb. ἀκαταστάτωςadvin an unsettled stateunstablyIsoc.

ShortDef

unstable, unsettled

Debugging

Headword:
ἀκατάστατος
Headword (normalized):
ἀκατάστατος
Headword (normalized/stripped):
ακαταστατος
IDX:
2969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2970
Key:
ἀκατάστατος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κατάστατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κατάστατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καθίστημι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wind</Indic><Tr>unsettled, variable</Tr><Au>D.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>unstable<Expl>in character</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ἀκαταστάτως</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Def>in an unsettled state</Def><Tr>unstably</Tr><Au>Isoc.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ἀκατάστατος'}