Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλοίφᾱς
φιλόκαινος
φιλοκαλέω
φιλόκαλος
φιλοκέρδεια
φιλοκερδέω
φιλοκερδής
φιλοκέρτομος
φιλοκηδέμων
φιλοκίνδῡνος
φιλοκισσοφόρος
φιλοκόλαξ
φιλοκοσμίᾱ
φιλόκροτος
φιλοκτέανος
φιλοκτήμων
Φιλοκτήτης
φιλόκυβος
φιλοκῡδής
φιλοκυνηγέτης
φιλοκύων
View word page
φιλο-κισσοφόρος
φιλο-κισσοφόροςονadj of Dionysusfond of wearing ivyE.Cyc.

ShortDef

fond of wearing ivy

Debugging

Headword:
φιλοκισσοφόρος
Headword (normalized):
φιλοκισσοφόρος
Headword (normalized/stripped):
φιλοκισσοφορος
IDX:
29698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29699
Key:
φιλοκισσοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>φιλο-κισσοφόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φιλο-κισσοφόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Dionysus</Indic><Tr>fond of wearing ivy</Tr><Au>E.<Wk>Cyc.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'φιλοκισσοφόρος'}