Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλοθύτης
φιλόθυτος
φιλοίκειος
φιλοικοδόμος
φιλοικτῑ́ρμων
φιλοίκτιστος
φίλοικτος
φιλοινίη
φίλοινος
φιλοίφᾱς
φιλόκαινος
φιλοκαλέω
φιλόκαλος
φιλοκέρδεια
φιλοκερδέω
φιλοκερδής
φιλοκέρτομος
φιλοκηδέμων
φιλοκίνδῡνος
φιλοκισσοφόρος
φιλοκόλαξ
View word page
φιλό-καινος
φιλό-καινοςονadjκαινός neut.sb.love of novelty or changePlb.

ShortDef

loving novelty

Debugging

Headword:
φιλόκαινος
Headword (normalized):
φιλόκαινος
Headword (normalized/stripped):
φιλοκαινος
IDX:
29689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29690
Key:
φιλόκαινος

Data

{'headword_display': '<b>φιλό-καινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φιλό-καινος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καινός</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>love of novelty or change</Def><Au>Plb.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'φιλόκαινος'}