Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχείατο
ἀκαχίζω
View word page
ἀκαταστασίᾱ
ἀκαταστασίᾱᾱςfἀκατάστατος unsettled stateinstabilityof a situationPlb. NT.w.gen.of a kingdomPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκαταστασίᾱ
Headword (normalized):
ἀκαταστασίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ακαταστασια
IDX:
2968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2969
Key:
ἀκαταστασίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀκαταστασίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀκαταστασίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀκατάστατος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>unsettled state</Def><Tr>instability<Expl>of a situation</Expl></Tr><Au>Plb. NT.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>of a kingdom</Indic><Au>Plb.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἀκαταστασίᾱ'}