Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειον
ἄκατος
ἄκαυστος
View word page
ἀ-κατάπαυστος
ἀ-κατάπαυστοςονadjκαταπαύω of thingsunceasingPlb. Plu.neut.sb.permanencePlu.

ShortDef

that cannot cease from

Debugging

Headword:
ἀκατάπαυστος
Headword (normalized):
ἀκατάπαυστος
Headword (normalized/stripped):
ακαταπαυστος
IDX:
2966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2967
Key:
ἀκατάπαυστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κατάπαυστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κατάπαυστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταπαύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>unceasing</Tr><Au>Plb. Plu.</Au><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>permanence</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἀκατάπαυστος'}