Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλόγλυκυς
φιλογραμματέω
φιλογυμναστέω
φιλογυμναστής
φιλογυμναστίᾱ
φιλογυμναστικός
φιλογύναιξ
φιλοδέσποτος
φιλόδημος
φιλοδίκαιος
φιλοδικέω
φιλόδικος
φιλοδοξέω
φιλοδοξίᾱ
φιλόδοξος
φιλόδυρτος
φιλόδωρος
φιλοζωέω
φιλοζωίᾱ
φιλόζωος
φιλόζῳος
View word page
φιλοδικέω
φιλοδικέωcontr.vbφιλόδικος be litigiousTh. Arist.

ShortDef

to be fond of litigation

Debugging

Headword:
φιλοδικέω
Headword (normalized):
φιλοδικέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοδικεω
IDX:
29661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29662
Key:
φιλοδικέω

Data

{'headword_display': '<b>φιλοδικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φιλοδικέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φιλόδικος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be litigious</Tr><Au>Th. Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φιλοδικέω'}