Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειον
View word page
ἀκαταλλάκτως
ἀκαταλλάκτωςadvκαταλλάσσω irreconcilably, implacablyD. Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκαταλλάκτως
Headword (normalized):
ἀκαταλλάκτως
Headword (normalized/stripped):
ακαταλλακτως
IDX:
2964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2965
Key:
ἀκαταλλάκτως

Data

{'headword_display': '<b>ἀκαταλλάκτως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀκαταλλάκτως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>καταλλάσσω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>irreconcilably, implacably</Tr><Au>D. Plb.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀκαταλλάκτως'}