Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
View word page
ἀ-κατάληπτος
ἀ-κατάληπτοςονadjκαταληπτός of philosophical mattersnot able to be graspedincomprehensiblePlb.

ShortDef

that cannot be reached

Debugging

Headword:
ἀκατάληπτος
Headword (normalized):
ἀκατάληπτος
Headword (normalized/stripped):
ακαταληπτος
IDX:
2963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2964
Key:
ἀκατάληπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κατάληπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κατάληπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταληπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of philosophical matters</Indic><Def>not able to be grasped</Def><Tr>incomprehensible</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκατάληπτος'}