Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλήκοος
φιληλιαστής
φίλημα
φιλημοσύνη
φιλήνεμος
φιλήνιος
φιλήρετμος
φιλησίμολπος
φίλησις
φιλησιστέφανος
φῑλητεύω
φῑλήτης
φιλητικός
φιλητός
φιλήτωρ
φιλίᾱ
φιλικός
φίλιος
φίλιππος
Φίλιππος
φιλῑ́τιον
View word page
φῑλητεύω
φῑλητεύωv.l.φηλητεύωvb be a bandithHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φῑλητεύω
Headword (normalized):
φῑλητεύω
Headword (normalized/stripped):
φιλητευω
IDX:
29632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29633
Key:
φῑλητεύω

Data

{'headword_display': '<b>φῑλητεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φῑλητεύω<VL><Lbl>v.l.</Lbl><FmHL>φηλητεύω</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be a bandit</Tr><Au>hHom.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φῑλητεύω'}