Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἀκαρνᾱ́ν
ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταφρόνητος
View word page
ἀ-κατάκριτος
ἀ-κατάκριτοςονadjκατακρῑ́νω of a personunsentencedby a courtNT.

ShortDef

uncondemned

Debugging

Headword:
ἀκατάκριτος
Headword (normalized):
ἀκατάκριτος
Headword (normalized/stripped):
ακατακριτος
IDX:
2962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2963
Key:
ἀκατάκριτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κατάκριτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κατάκριτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατακρῑ́νω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>unsentenced<Expl>by a court</Expl></Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκατάκριτος'}