Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκαριαῖος
Ἀκαρνᾱ́ν
ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
View word page
ἀ-κατακάλυπτος
ἀ-κατακάλυπτοςονadjκατακαλύπτω of a womanwith uncovered headPlb.

ShortDef

uncovered

Debugging

Headword:
ἀκατακάλυπτος
Headword (normalized):
ἀκατακάλυπτος
Headword (normalized/stripped):
ακατακαλυπτος
IDX:
2961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2962
Key:
ἀκατακάλυπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κατακάλυπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κατακάλυπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατακαλύπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>with uncovered head</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκατακάλυπτος'}