Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλεπιτῑμητής
φιλεπίτῑμος
φιλεραστής
φιλεραστίᾱ
φιλέραστος
φιλεργίᾱ
φιλεργός
φιλέρῑθος
φιλεταιρίᾱ
φιλέταιρος
φιλευτράπελος
φιλεχθής
φιλέω
φιληδέω
φιληδής
φιληδίᾱ
φιληδονίᾱ
φιλήδονος
φιληκοέω
φιληκοΐ́ᾱ
φιλήκοος
View word page
φιλ-ευτράπελος
φιλ-ευτράπελοςονadj of young menfond of being wittyfacetiousArist.

ShortDef

loving wit

Debugging

Headword:
φιλευτράπελος
Headword (normalized):
φιλευτράπελος
Headword (normalized/stripped):
φιλευτραπελος
IDX:
29612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29613
Key:
φιλευτράπελος

Data

{'headword_display': '<b>φιλ-ευτράπελος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φιλ-ευτράπελος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of young men</Indic><Def>fond of being witty</Def><Tr>facetious</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φιλευτράπελος'}