Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλαυτίᾱ
φίλαυτος
φιλεγκλήμων
φιλελεύθερος
φιλέλλην
φιλέορτος
φιλεπιτῑμητής
φιλεπίτῑμος
φιλεραστής
φιλεραστίᾱ
φιλέραστος
φιλεργίᾱ
φιλεργός
φιλέρῑθος
φιλεταιρίᾱ
φιλέταιρος
φιλευτράπελος
φιλεχθής
φιλέω
φιληδέω
φιληδής
View word page
φιλέραστος
φιλέραστοςονadjfond of having love-affairsamorousPlb.

ShortDef

amorous

Debugging

Headword:
φιλέραστος
Headword (normalized):
φιλέραστος
Headword (normalized/stripped):
φιλεραστος
IDX:
29606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29607
Key:
φιλέραστος

Data

{'headword_display': '<b>φιλέραστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φιλέραστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Def>fond of having love-affairs</Def><Tr>amorous</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φιλέραστος'}