Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλαρχίᾱ
φίλαρχος
φῑ́λατο
φίλαυλος
φιλαυτίᾱ
φίλαυτος
φιλεγκλήμων
φιλελεύθερος
φιλέλλην
φιλέορτος
φιλεπιτῑμητής
φιλεπίτῑμος
φιλεραστής
φιλεραστίᾱ
φιλέραστος
φιλεργίᾱ
φιλεργός
φιλέρῑθος
φιλεταιρίᾱ
φιλέταιρος
φιλευτράπελος
View word page
φιλ-επιτῑμητής
φιλ-επιτῑμητήςοῦmasc.adj quick to find faultIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλεπιτῑμητής
Headword (normalized):
φιλεπιτῑμητής
Headword (normalized/stripped):
φιλεπιτιμητης
IDX:
29602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29603
Key:
φιλεπιτῑμητής

Data

{'headword_display': '<b>φιλ-επιτῑμητής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φιλ-επιτῑμητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Tr>quick to find fault</Tr><Au>Isoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φιλεπιτῑμητής'}