Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκάρδιος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
Ἀκαρνᾱ́ν
ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
View word page
ἀ-κατάβλητος
ἀ-κατάβλητοςονadjprivatv.prfx.,καταβάλλω of an argumentnot able to be thrown downincontrovertible, unassailableAr.

ShortDef

not to be overthrown, irrefragable

Debugging

Headword:
ἀκατάβλητος
Headword (normalized):
ἀκατάβλητος
Headword (normalized/stripped):
ακαταβλητος
IDX:
2959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2960
Key:
ἀκατάβλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κατάβλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κατάβλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>καταβάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an argument</Indic><Def>not able to be thrown down</Def><Tr>incontrovertible, unassailable</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκατάβλητος'}