Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκαπνώτως
ἀκάρδιος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
Ἀκαρνᾱ́ν
ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
View word page
ἀκασκαῖος
ἀκασκαῖοςᾱ ονadjperh.reltd.ἀκή perh.gentletranquilA.

ShortDef

gentle

Debugging

Headword:
ἀκασκαῖος
Headword (normalized):
ἀκασκαῖος
Headword (normalized/stripped):
ακασκαιος
IDX:
2958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2959
Key:
ἀκασκαῖος

Data

{'headword_display': '<b>ἀκασκαῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκασκαῖος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>perh.reltd.<Ref>ἀκή</Ref></Ety></HG> <aS1><Qualif>perh.</Qualif><Tr>gentle<or/>tranquil</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκασκαῖος'}