Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄκαπνος
ἀκαπνώτως
ἀκάρδιος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
Ἀκαρνᾱ́ν
ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλληλος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
View word page
ἀκαρτέω
ἀκαρτέωdial.contr.vbἀκρατής have no controlw.gen.over one's tongueCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκαρτέω
Headword (normalized):
ἀκαρτέω
Headword (normalized/stripped):
ακαρτεω
IDX:
2957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2958
Key:
ἀκαρτέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀκαρτέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀκαρτέω</HL><PS>dial.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀκρατής</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>have no control</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>over one's tongue<Au>Call.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀκαρτέω'}