Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλᾱλάκατος
φιλαλέξανδρος
φιλαλήθης
φίλᾱμα
φιλάμπελος
φιλαναγνώστης
φιλανᾱλωτής
φιλανδρίᾱ
φίλανδρος
φιλανθρακεύς
φιλανθρώπευμα
φιλανθρωπεύομαι
φιλανθρωπέω
φιλανθρωπίᾱ
φιλάνθρωπος
φιλᾱ́νωρ
φιλάοιδος
φιλαπεχθημοσύνη
φιλαπεχθήμων
φιλαπεχθής
φιλαπόδημος
View word page
φιλανθρώπευμα
φιλανθρώπευμαατοςnφιλανθρωπεύομαι act of kindnesscharityPlu.

ShortDef

a humane act

Debugging

Headword:
φιλανθρώπευμα
Headword (normalized):
φιλανθρώπευμα
Headword (normalized/stripped):
φιλανθρωπευμα
IDX:
29576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29577
Key:
φιλανθρώπευμα

Data

{'headword_display': '<b>φιλανθρώπευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φιλανθρώπευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>φιλανθρωπεύομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>act of kindness<or/>charity</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φιλανθρώπευμα'}