Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκανθίς
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκαπνώτως
ἀκάρδιος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
Ἀκαρνᾱ́ν
ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
ἀκαταλλάκτως
View word page
ἀ-κάρπιστος
ἀ-κάρπιστοςονadjprivatv.prfx.,καρπίζω of the plains of the seawhich cannot be harvestedE.

ShortDef

where nothing is to be reaped, unfruitful

Debugging

Headword:
ἀκάρπιστος
Headword (normalized):
ἀκάρπιστος
Headword (normalized/stripped):
ακαρπιστος
IDX:
2954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2955
Key:
ἀκάρπιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κάρπιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κάρπιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>καρπίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the plains of the sea</Indic><Tr>which cannot be harvested</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκάρπιστος'}