Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκαπνώτως
ἀκάρδιος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
Ἀκαρνᾱ́ν
ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάληπτος
View word page
ἀκαρπίᾱ
ἀκαρπίᾱᾱςfἄκαρπος unfruitfulness, barrennessof a landA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκαρπίᾱ
Headword (normalized):
ἀκαρπίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ακαρπια
IDX:
2953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2954
Key:
ἀκαρπίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀκαρπίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀκαρπίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἄκαρπος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>unfruitfulness, barrenness<Expl>of a land</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀκαρπίᾱ'}