Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φθεισήνωρ
φθεισίμβροτος
φθείσομαι
φθερσιγενής
φθέωμεν
Φθῑ́ᾱ
φθίεται
φθινάς
φθίνασμα
φθινόκαρπος
φθινοπωρινός
φθινοπωρίς
φθινόπωρον
φθινύθω
φθίνυλλα
φθίνω
φθῑσήνωρ
φθισικός
φθῑσίμβροτος
φθίσις
φθιτικός
View word page
φθινοπωρινός
φθινοπωρινόςή όνadjφθινόπωρον of an equinox, rainautumnal Plb. Plu.

ShortDef

autumnal

Debugging

Headword:
φθινοπωρινός
Headword (normalized):
φθινοπωρινός
Headword (normalized/stripped):
φθινοπωρινος
IDX:
29525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29526
Key:
φθινοπωρινός

Data

{'headword_display': '<b>φθινοπωρινός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φθινοπωρινός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φθινόπωρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an equinox, rain</Indic><Tr>autumnal</Tr> <Au>Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φθινοπωρινός'}