Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκαπνώτως
ἀκάρδιος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
Ἀκαρνᾱ́ν
ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγγελτος
ἀκατακάλυπτος
View word page
ἀκαριαῖος
ἀκαριαῖοςᾱ ονadj of a voyagevery briefD.dub.

ShortDef

momentary, brief

Debugging

Headword:
ἀκαριαῖος
Headword (normalized):
ἀκαριαῖος
Headword (normalized/stripped):
ακαριαιος
IDX:
2951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2952
Key:
ἀκαριαῖος

Data

{'headword_display': '<b>ἀκαριαῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκαριαῖος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a voyage</Indic><Tr>very brief</Tr><Au>D.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκαριαῖος'}