Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φθαρτός
φθᾱ́ς
φθέγγομαι
φθέγμα
φθείρ
φθειρίᾱσις
φθειριάω
φθειριστικός
φθειροτραγέω
φθείρω
φθειρώδης
φθεῖσα
φθεισήνωρ
φθεισίμβροτος
φθείσομαι
φθερσιγενής
φθέωμεν
Φθῑ́ᾱ
φθίεται
φθινάς
φθίνασμα
View word page
φθειρώδης
φθειρώδηςεςadjφθείρ of armpitslouse-infestedArist. Thphr.cj.

ShortDef

infested by lice, lousy

Debugging

Headword:
φθειρώδης
Headword (normalized):
φθειρώδης
Headword (normalized/stripped):
φθειρωδης
IDX:
29513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29514
Key:
φθειρώδης

Data

{'headword_display': '<b>φθειρώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φθειρώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φθείρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of armpits</Indic><Tr>louse-infested</Tr><Au>Arist. Thphr.<LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'φθειρώδης'}