Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φῇσι
φθάνω
φθαρτικός
φθαρτός
φθᾱ́ς
φθέγγομαι
φθέγμα
φθείρ
φθειρίᾱσις
φθειριάω
φθειριστικός
φθειροτραγέω
φθείρω
φθειρώδης
φθεῖσα
φθεισήνωρ
φθεισίμβροτος
φθείσομαι
φθερσιγενής
φθέωμεν
Φθῑ́ᾱ
View word page
φθειριστικός
φθειριστικόςή όνadj fem.sb.art of catching liceas a trivial example of huntingPl.

ShortDef

seeking lice

Debugging

Headword:
φθειριστικός
Headword (normalized):
φθειριστικός
Headword (normalized/stripped):
φθειριστικος
IDX:
29510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29511
Key:
φθειριστικός

Data

{'headword_display': '<b>φθειριστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φθειριστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of catching lice<Expl>as a trivial example of hunting</Expl></Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'φθειριστικός'}