Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φῆσαι
φῇσι
φθάνω
φθαρτικός
φθαρτός
φθᾱ́ς
φθέγγομαι
φθέγμα
φθείρ
φθειρίᾱσις
φθειριάω
φθειριστικός
φθειροτραγέω
φθείρω
φθειρώδης
φθεῖσα
φθεισήνωρ
φθεισίμβροτος
φθείσομαι
φθερσιγενής
φθέωμεν
View word page
φθειριάω
φθειριάωcontr.vbφθείρ suffer from louse infestationPlu.

ShortDef

to have lice, have morbus pedicularis

Debugging

Headword:
φθειριάω
Headword (normalized):
φθειριάω
Headword (normalized/stripped):
φθειριαω
IDX:
29509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29510
Key:
φθειριάω

Data

{'headword_display': '<b>φθειριάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φθειριάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φθείρ</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>suffer from louse infestation</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φθειριάω'}