Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φῄς
φῆσαι
φῇσι
φθάνω
φθαρτικός
φθαρτός
φθᾱ́ς
φθέγγομαι
φθέγμα
φθείρ
φθειρίᾱσις
φθειριάω
φθειριστικός
φθειροτραγέω
φθείρω
φθειρώδης
φθεῖσα
φθεισήνωρ
φθεισίμβροτος
φθείσομαι
φθερσιγενής
View word page
φθειρίᾱσις
φθειρίᾱσιςεωςfφθειριάω infestation by licesupposedly causing the flesh to rotPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φθειρίᾱσις
Headword (normalized):
φθειρίᾱσις
Headword (normalized/stripped):
φθειριασις
IDX:
29508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29509
Key:
φθειρίᾱσις

Data

{'headword_display': '<b>φθειρίᾱσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φθειρίᾱσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>φθειριάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>infestation by lice<Expl>supposedly causing the flesh to rot</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φθειρίᾱσις'}