Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φημίζω
φῆμις
φῆν
φῆναι
φήνη
φήρ
φῄς
φῆσαι
φῇσι
φθάνω
φθαρτικός
φθαρτός
φθᾱ́ς
φθέγγομαι
φθέγμα
φθείρ
φθειρίᾱσις
φθειριάω
φθειριστικός
φθειροτραγέω
φθείρω
View word page
φθαρτικός
φθαρτικόςή όνadjφθείρω of emotions, qualities, or sim.destructiveoft. w.gen.to someone or sthg.Arist.

ShortDef

destructive of

Debugging

Headword:
φθαρτικός
Headword (normalized):
φθαρτικός
Headword (normalized/stripped):
φθαρτικος
IDX:
29502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29503
Key:
φθαρτικός

Data

{'headword_display': '<b>φθαρτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φθαρτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φθείρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of emotions, qualities, or sim.</Indic><Tr>destructive<Expl>oft. <GLbl>w.gen.</GLbl>to someone or sthg.</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φθαρτικός'}