Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκαπνώτως
ἀκάρδιος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
Ἀκαρνᾱ́ν
ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
View word page
ἀ-κάρδιος
ἀ-κάρδιοςονadjκαρδίᾱ of a sacrificial animalhaving no hearti.e. ill-omenedPlu.

ShortDef

wanting the heart

Debugging

Headword:
ἀκάρδιος
Headword (normalized):
ἀκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
ακαρδιος
IDX:
2949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2950
Key:
ἀκάρδιος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κάρδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κάρδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρδίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sacrificial animal</Indic><Tr>having no heart<Expl>i.e. ill-omened</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκάρδιος'}