Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκαμαντοχάρμᾱς
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκαπνώτως
ἀκάρδιος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
Ἀκαρνᾱ́ν
ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
ἀκασκαῖος
View word page
ἀκαπνώτως
ἀκαπνώτωςadvκαπνόομαι smokelesslyE.fr.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκαπνώτως
Headword (normalized):
ἀκαπνώτως
Headword (normalized/stripped):
ακαπνωτως
IDX:
2948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2949
Key:
ἀκαπνώτως

Data

{'headword_display': '<b>ἀκαπνώτως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀκαπνώτως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>καπνόομαι</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>smokelessly</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk><LblR>cj.</LblR></Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀκαπνώτως'}