Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκαμαντορόᾱς
ἀκαμαντοχάρμᾱς
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκαπνώτως
ἀκάρδιος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
Ἀκαρνᾱ́ν
ἀκαρπίᾱ
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέω
View word page
ἄ-καπνος
ἄ-καπνοςονadjprivatv.prfx.,καπνός of sacrificeswithout smokeunburntCall.

ShortDef

without smoke

Debugging

Headword:
ἄκαπνος
Headword (normalized):
ἄκαπνος
Headword (normalized/stripped):
ακαπνος
IDX:
2947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2948
Key:
ἄκαπνος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-καπνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-καπνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>καπνός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sacrifices</Indic><Def>without smoke</Def><Tr>unburnt</Tr><Au>Call.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'ἄκαπνος'}