Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φερέκακος
φερεκῡδής
φερέμηλος
φερεμμελίης
φερέοικος
φερέπονος
φερεσανθής
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
φερνή
Φερρέφαττα
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρτρον
View word page
φερετρεύομαι
φερετρεύομαιpass.vbφέρετρον of a trophybe carried on a stretcherpalletPlu.

ShortDef

to be carried on a litter

Debugging

Headword:
φερετρεύομαι
Headword (normalized):
φερετρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
φερετρευομαι
IDX:
29460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29461
Key:
φερετρεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>φερετρεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φερετρεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>φέρετρον</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a trophy</Indic><Tr>be carried on a stretcher<or/>pallet</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φερετρεύομαι'}