Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φερέζυγος
φερέκακος
φερεκῡδής
φερέμηλος
φερεμμελίης
φερέοικος
φερέπονος
φερεσανθής
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
φερνή
Φερρέφαττα
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
View word page
φερε-στέφανος
φερεστέφανοςονadj bearing garlandsof the Gracesapp.bringing awardsfor a poemB.

ShortDef

bringing victory

Debugging

Headword:
φερεστέφανος
Headword (normalized):
φερεστέφανος
Headword (normalized/stripped):
φερεστεφανος
IDX:
29459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29460
Key:
φερεστέφανος

Data

{'headword_display': '<b>φερε-στέφανος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φερε<hyph/>στέφανος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>bearing garlands</Def><aS2><Indic>of the Graces</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>bringing awards<Expl>for a poem</Expl></Tr><Au>B.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'φερεστέφανος'}