Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φερέγγυος
φερέζυγος
φερέκακος
φερεκῡδής
φερέμηλος
φερεμμελίης
φερέοικος
φερέπονος
φερεσανθής
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
φερνή
Φερρέφαττα
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
View word page
φερε-σσακής
φερεσσακήςέςep.adjσάκος2 of warriorsshield-bearingHes.

ShortDef

shield-bearing

Debugging

Headword:
φερεσσακής
Headword (normalized):
φερεσσακής
Headword (normalized/stripped):
φερεσσακης
IDX:
29458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29459
Key:
φερεσσακής

Data

{'headword_display': '<b>φερε-σσακής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φερε<hyph/>σσακής</HL><Infl>ές</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>σάκος<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of warriors</Indic><Tr>shield-bearing</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φερεσσακής'}