Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φενᾱκίζω
φενᾱκισμός
φένᾱξ
φέρασπις
φέρβω
φερέγγυος
φερέζυγος
φερέκακος
φερεκῡδής
φερέμηλος
φερεμμελίης
φερέοικος
φερέπονος
φερεσανθής
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
View word page
φερε-μμελίης
φερεμμελίηςIon.masc.adjμελίᾱonly acc.
φερεμμελίην
of a manspear-bearingMimn.

ShortDef

spear-bearing

Debugging

Headword:
φερεμμελίης
Headword (normalized):
φερεμμελίης
Headword (normalized/stripped):
φερεμμελιης
IDX:
29453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29454
Key:
φερεμμελίης

Data

{'headword_display': '<b>φερε-μμελίης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φερε<hyph/>μμελίης</HL><PS>Ion.masc.adj</PS><Ety><Ref>μελίᾱ</Ref></Ety><FG><Case><Lbl>only acc.</Lbl><Form>φερεμμελίην</Form></Case></FG></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>spear-bearing</Tr><Au>Mimn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φερεμμελίης'}