Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φελλός
φενᾱκίζω
φενᾱκισμός
φένᾱξ
φέρασπις
φέρβω
φερέγγυος
φερέζυγος
φερέκακος
φερεκῡδής
φερέμηλος
φερεμμελίης
φερέοικος
φερέπονος
φερεσανθής
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φέρετρον
φέριστος
View word page
φερέ-μηλος
φερέμηλοςονadjμῆλα of islandsbearing flockswith many flocksPi.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φερέμηλος
Headword (normalized):
φερέμηλος
Headword (normalized/stripped):
φερεμηλος
IDX:
29452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29453
Key:
φερέμηλος

Data

{'headword_display': '<b>φερέ-μηλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φερέ<hyph/>μηλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μῆλα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of islands</Indic><Def>bearing flocks</Def><Tr>with many flocks</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'φερέμηλος'}