Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φειστέον
φελλεύς
φελλίον
φελλός
φενᾱκίζω
φενᾱκισμός
φένᾱξ
φέρασπις
φέρβω
φερέγγυος
φερέζυγος
φερέκακος
φερεκῡδής
φερέμηλος
φερεμμελίης
φερέοικος
φερέπονος
φερεσανθής
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστέφανος
View word page
φερέ-ζυγος
φερέζυγοςονadjζυγόν of a horsebearing a yokeIbyc.

ShortDef

bearing the yoke

Debugging

Headword:
φερέζυγος
Headword (normalized):
φερέζυγος
Headword (normalized/stripped):
φερεζυγος
IDX:
29449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29450
Key:
φερέζυγος

Data

{'headword_display': '<b>φερέ-ζυγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φερέ<hyph/>ζυγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ζυγόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a horse</Indic><Tr>bearing a yoke</Tr><Au>Ibyc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φερέζυγος'}