Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φατνωματικός
φάτο
φατός
φᾱτρίᾱ
φάττα
φάττιον
φάτω
φαυλίζω
φαῦλος
φαυλότης
φαυσίμβροτος
φάω
φέβομαι
φέγγος
φέγγω
φεῖ
φείδομαι
φειδώ
φειδωλή
φειδωλίᾱ
φειδωλός
View word page
φαυσίμβροτος
φαυσίμβροτοςdial.adjseeφαεσίμβροτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαυσίμβροτος
Headword (normalized):
φαυσίμβροτος
Headword (normalized/stripped):
φαυσιμβροτος
IDX:
29427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29428
Key:
φαυσίμβροτος

Data

{'headword_display': '<b>φαυσίμβροτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>φαυσίμβροτος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>φαεσίμβροτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'φαυσίμβροτος'}