Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φᾱ́σομαι
φάσσα
φασσοφόνος
φᾱ́σω
φατειός
φατέον
φατίζω
φάτις
φάτνη
φάτνωμα
φατνωματικός
φάτο
φατός
φᾱτρίᾱ
φάττα
φάττιον
φάτω
φαυλίζω
φαῦλος
φαυλότης
φαυσίμβροτος
View word page
φατνωματικός
φατνωματικόςή όνadjof a ceilingcoffered, panelledPlu.

ShortDef

coffered

Debugging

Headword:
φατνωματικός
Headword (normalized):
φατνωματικός
Headword (normalized/stripped):
φατνωματικος
IDX:
29417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29418
Key:
φατνωματικός

Data

{'headword_display': '<b>φατνωματικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φατνωματικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a ceiling</Indic><Tr>coffered, panelled</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φατνωματικός'}