Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
φασγανουργός
φάσηλος
φάσθαι
Φᾱσιᾱνικός
φᾱσιᾱνός
φάσις
φάσις
Φᾶσις
φάσκω
φάσμα
φᾱ́σομαι
φάσσα
φασσοφόνος
φᾱ́σω
φατειός
φατέον
φατίζω
φάτις
φάτνη
φάτνωμα
φατνωματικός
View word page
φᾱ́σομαι
φᾱ́σομαι
dial.fut.mid.
see
φημί
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φᾱ́σομαι
Headword (normalized):
φᾱ́σομαι
Headword (normalized/stripped):
φασομαι
IDX:
29407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29408
Key:
φᾱ́σομαι
Data
{'headword_display': '<b>φᾱ́σομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>φᾱ́σομαι<LblR>dial.fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>φημί</Ref></XR> </XE>', 'key': 'φᾱ́σομαι'}