Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φάρος
φάρος
Φάρος
φᾶρος
φαρόω
φάρσος
φάρυγξ
φᾱ́ς
φάσγανον
φασγανουργός
φάσηλος
φάσθαι
Φᾱσιᾱνικός
φᾱσιᾱνός
φάσις
φάσις
Φᾶσις
φάσκω
φάσμα
φᾱ́σομαι
φάσσα
View word page
φάσηλος
φάσηλοςουm a kind of bean or nutAr.

ShortDef

bean; light boat, canoe

Debugging

Headword:
φάσηλος
Headword (normalized):
φάσηλος
Headword (normalized/stripped):
φασηλος
IDX:
29398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29399
Key:
φάσηλος

Data

{'headword_display': '<b>φάσηλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φάσηλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>a kind of bean or nut</Def><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φάσηλος'}