Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαρμάσσω
φάρος
φάρος
Φάρος
φᾶρος
φαρόω
φάρσος
φάρυγξ
φᾱ́ς
φάσγανον
φασγανουργός
φάσηλος
φάσθαι
Φᾱσιᾱνικός
φᾱσιᾱνός
φάσις
φάσις
Φᾶσις
φάσκω
φάσμα
φᾱ́σομαι
View word page
φασγανουργός
φασγανουργόςόνadjἔργον fig., of Fateforging swordsA.

ShortDef

forging swords

Debugging

Headword:
φασγανουργός
Headword (normalized):
φασγανουργός
Headword (normalized/stripped):
φασγανουργος
IDX:
29397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29398
Key:
φασγανουργός

Data

{'headword_display': '<b>φασγανουργός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φασγανουργός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of Fate</Indic><Tr>forging swords</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φασγανουργός'}