Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φάρμαξις
φαρμάσσω
φάρος
φάρος
Φάρος
φᾶρος
φαρόω
φάρσος
φάρυγξ
φᾱ́ς
φάσγανον
φασγανουργός
φάσηλος
φάσθαι
Φᾱσιᾱνικός
φᾱσιᾱνός
φάσις
View word page
φαρόω
φαρόωcontr.vbφάρος1only ep.3pl.w.diect.
φαρόωσι
ploughlandCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαρόω
Headword (normalized):
φαρόω
Headword (normalized/stripped):
φαροω
IDX:
29392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29393
Key:
φαρόω

Data

{'headword_display': '<b>φαρόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φαρόω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φάρος<Hm>1</Hm></Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>only ep.3pl.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>φαρόωσι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>plough</Tr><Obj>land<Au>Call.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'φαρόω'}