Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φάρμακον
φαρμακοποσίᾱ
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φάρμαξις
φαρμάσσω
φάρος
φάρος
Φάρος
φᾶρος
φαρόω
φάρσος
φάρυγξ
φᾱ́ς
φάσγανον
φασγανουργός
φάσηλος
φάσθαι
View word page
φάρος2
φάρος2Att.nseeφᾶρος

ShortDef

Pharos (island near Alexandria; island in Adriatic (sts. m.))
pharynx
plough

Debugging

Headword:
φάρος
Headword (normalized):
φάρος
Headword (normalized/stripped):
φαρος
IDX:
29389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29390
Key:
φάρος_2

Data

{'headword_display': '<b>φάρος</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><HG><HL>φάρος<Hm>2</Hm></HL><PS>Att.n</PS></HG><XR>see<Ref>φᾶρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'φάρος_2'}