Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκαλήφη
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντόδετος
ἀκαμαντολόγχᾱς
ἀκαμαντομάχᾱς
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόᾱς
ἀκαμαντοχάρμᾱς
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκαπνώτως
View word page
ἀκαμαντο-χάρμᾱς
ἀκαμαντο-χάρμᾱςdial.masc.adjχάρμη tireless in battlePi.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκαμαντοχάρμᾱς
Headword (normalized):
ἀκαμαντοχάρμᾱς
Headword (normalized/stripped):
ακαμαντοχαρμας
IDX:
2938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2939
Key:
ἀκαμαντοχάρμᾱς

Data

{'headword_display': '<b>ἀκαμαντο-χάρμᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκαμαντο-χάρμᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>χάρμη</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>tireless in battle</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκαμαντοχάρμᾱς'}